- συνεξάλλομαι
- συνεξ-άλλομαι,A leap out along with, τινι Eust.837.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεξάλλομαι — ΜΑ πηδώ έξω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξάλλομαι «πηδώ προς τα εμπρός, τινάζομαι»] … Dictionary of Greek